- ἀρέσκεται
- ἀρέσκωmake goodpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κραυγαστικός — κραυγαστικός, ή, όν (Α) [κραυγάζω] 1. αυτός που αρέσκεται να κραυγάζει 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κραυγαστικόν η ιδιότητα εκείνου που αρέσκεται να κραυγάζει, τού φωνακλά … Dictionary of Greek
-ιάρης — κατάλ. πολλών επιθ. τής Νέας Ελληνικής που χρησιμοποιούνται και ως ουσ. Σχηματίστηκε από τη σύναψη τής κατάλ. αρης* με ι , το οποίο αποσπάστηκε από το θέμα λέξεων σε ι, ια, ιο κ.τ.ό. (πρβλ. αρρωστ ι άρης, γκριν ι άρης, παιχνιδ ι άρης, χτικ ι… … Dictionary of Greek
αδολεσχικός — ἀδολεσχικός, ή, όν (Α) [ἀδολέσχης] 1. αυτός που αρέσκεται να φλυαρεί 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀδολεσχικόν η φλυαρία … Dictionary of Greek
ενεργώ — και ενεργάω (AM ἐνεργῶ, έω) [ενεργός] 1. (με εμπρόθ. προσδ. ή επίρρ.) συμπεριφέρομαι («ενεργώ κατά συνείδηση», «σωστά ενήργησες») 2. εκτελώ, διεξάγω, επιχειρώ κάτι (α. «ενεργώ έρευνα, επιθεώρηση, έφοδο» κ.λπ. β. «ἐνήργουν τά τοῡ πολέμου», Πολύβ.) … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
θεατρώδης — θεατρώδης, ῶδες (AM) μσν. αυτός που παρακολουθεί ως θεατής αρχ. (με κακή σημ., για πρόσ.) αυτός που αρέσκεται σε θεατρική συμπεριφορά, θεατρικός, θεατρινίστικος, θεατρίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρο + κατάλ. ώδης* (πρβλ. ευ ώδης, κτην ώδης)] … Dictionary of Greek
θωπευτικός — ή, ό (Α θωπευτικός, ή, όν) [θωπευτής] 1. αυτός που είναι επιτήδειος στο να θωπεύει 2. αυτός που αρέσκεται στο να κολακεύει, γαλίφης νεοελλ. 1. τρυφερός, χαϊδευτικός 2. ελαφρός σαν χάδι, απαλός σαν χάδι («η πνοή τού αγγέλου θωπευτικωτέρα και τής… … Dictionary of Greek
ιππαστικός — ἱππαστικός, ή, όν (Α) [ιππαστός] αυτός που αρέσκεται στην ιππασία, που έχει επίδοση στην ιππασία … Dictionary of Greek
κίμβιξ — κίμβιξ, ικος, ὁ (Α) 1. φιλάργυρος, τσιγγούνης 2. αυτός που ενδιαφέρεται για μηδαμινά πράγματα, ο μικρολόγος 3. μτφ. (για συγγραφέα) αυτός που αρέσκεται σε ασήμαντες λεπτομέρειες, ο λεπτολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη τής αρχ. καθημερινής ομιλίας,… … Dictionary of Greek
καμάκι — Σύνεργο ψαρέματος με μία ή περισσότερες μυτερές αιχμές, που αποτελείται από ένα ακόντιο με πτερύγια στην άκρη, τα οποία το εμποδίζουν να βγει από το σώμα στο οποίο καρφώθηκε. Κατά κανόνα το κ. συγκρατείται με σχοινί από φυτικές ίνες για να… … Dictionary of Greek